- προσομιλώ
- -έω ΜΑ [ὁμιλῶ]μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύωμσν.εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.)αρχ.1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.)2. συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω3. σμίγω ερωτικά με κάποιον, συνευρίσκομαι4. διαμένω σε έναν τόπο ή συχνάζω σε έναν τόπο5. προσκολλώμαι κάπου («πολύπου... ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», Θεόγν.)6. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («γυμναστικῇ προσομιλοῡντα», Πλάτ.)7. μτφ. συμπεριφέρομαι («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.