προσομιλώ

προσομιλώ
-έω ΜΑ [ὁμιλῶ]
μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω
μσν.
εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.)
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.)
2. συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω
3. σμίγω ερωτικά με κάποιον, συνευρίσκομαι
4. διαμένω σε έναν τόπο ή συχνάζω σε έναν τόπο
5. προσκολλώμαι κάπου («πολύπου... ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», Θεόγν.)
6. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («γυμναστικῇ προσομιλοῡντα», Πλάτ.)
7. μτφ. συμπεριφέρομαι («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσομιλῶ — προσομιλέω hold intercourse with pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσομιλέω hold intercourse with pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσομῑλῶ , προσομιλέω hold intercourse with pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσομῑλῶ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσόμιλος — ἀπροσόμιλος, ον (Α) κ. μίλητος, ον (Μ) [προσομιλώ] ακοινώνητος, δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσομίλησις — ήσεως, ἡ, Α [προσομιλῶ] συναναστροφή …   Dictionary of Greek

  • προσομιλία — και ιων. τ. προσομιλίη, ἡ, Α [προσομιλῶ] συναναστροφή, επικοινωνία με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • προσομιλητικός — ή, όν, Α [προσομιλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία* ή ο αρμόδιος για συναναστροφή 2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής συναναστροφής με τους άλλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”